λατινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατινίζω < Λατίνος (καθολικός) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

λατινίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]