λεπτύνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λεπτύνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λεπταίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λεπταίνω
  3. θα λεπτύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λεπταίνω