λεπτύνεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λεπτύνεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λεπταίνω
  2. θα λεπτύνεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λεπταίνω