ληῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ληῖτις < λείπει η ετυμολογία


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ληῖτις θηλυκό

  1. αυτή που διαπράττει λεηλασία
  2. αυτή που διανέμει τα προϊόντα μιας λεηλασίας