λιγοστέψουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λιγοστέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιγοστεύω
- θα λιγοστέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιγοστεύω