λιγουρευτείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λιγουρευτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιγουρεύομαι
  2. θα λιγουρευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιγουρεύομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λιγουρεύομαι