λογ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογ < λογάριθμος
Συντομομορφή[επεξεργασία]
λογ αρσενικό άκλιτο συντομογραφία
- (μαθηματικά) συντομογραφία του λογάριθμου, συναντάται συνήθως σε παλιά ελληνική βιβλιογραφία αντί της διεθνούς συντομογραφίας log
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογ
|