log
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
log (en) συντομογραφία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (binary logarithm): lg, lb, ld, ln
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]

- log < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
log | logs |
log (en)
- κούτσουρο, ο κομμένος κορμός δένδρου
- καυσόξυλα
- ημερολόγιο
- (μεταφορικά) κούτσουρο, αυτός που δεν έχει μορφωθεί
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) ημερολόγιο καταγραφής σημαντικών συμβάντων σε αεροπλάνο ή πλοίο. Στα πλοία λέγεται και ημερολόγιο γέφυρας
- (πληροφορική) συντομογραφία του log file
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | log |
γ΄ ενικό ενεστώτα | logs |
αόριστος | logged |
παθητική μετοχή | logged |
ενεργητική μετοχή | logging |
log (en)
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- (μεταβατικό) κόβω δέντρο, η ενέργεια της υλοτομίας
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Διεθνείς όροι
- Συντομομορφές (διεθνείς όροι)
- Συντομογραφίες (διεθνείς όροι)
- Μαθηματικά (διεθνείς όροι)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Αεροπορικοί όροι (αγγλικά)
- Ναυτικοί όροι (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)