Μετάβαση στο περιεχόμενο

log in

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας log in
γ΄ ενικό ενεστώτα logs in
αόριστος logged in
παθητική μετοχή logged in
ενεργητική μετοχή logging in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
log in <  δείτε τις λέξεις log και in

log in (en)