sign in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | sign in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | signs in |
αόριστος | signed in |
παθητική μετοχή | signed in |
ενεργητική μετοχή | signing in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sign in (en)
- (πληροφορική) συνδέομαι, εκτελώ τις ενέργειες που μου επιτρέπουν να αρχίσω να χρησιμοποιώ έναν υπολογιστή, μια εφαρμογή ή έναν λογαριασμό