sign in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας sign in
γ΄ ενικό ενεστώτα signs in
αόριστος signed in
παθητική μετοχή signed in
ενεργητική μετοχή signing in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sign in < → δείτε τις λέξεις sign και in

Ρήμα[επεξεργασία]

sign in (en)

  • (πληροφορική) συνδέομαι, εκτελώ τις ενέργειες που μου επιτρέπουν να αρχίσω να χρησιμοποιώ έναν υπολογιστή, μια εφαρμογή ή έναν λογαριασμό
    You must have cookies enabled to sign in to Wiktionary.
    Πρέπει να έχετε ενεργοποιήσει τα cookies για να συνδεθείτε στο Βικιλεξικό.
     συνώνυμα:  log in, log on και sign on
     αντώνυμα: sign out

Πηγές[επεξεργασία]