log on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | log on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | logs on |
αόριστος | logged on |
παθητική μετοχή | logged on |
ενεργητική μετοχή | logging on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]log on (en)