Μετάβαση στο περιεχόμενο

log out

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: logout
ενεστώτας log out
γ΄ ενικό ενεστώτα logs out
αόριστος logged out
παθητική μετοχή logged out
ενεργητική μετοχή logging out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
log out <  δείτε τις λέξεις log και out

log out (en)