log out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | log out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | logs out |
αόριστος | logged out |
παθητική μετοχή | logged out |
ενεργητική μετοχή | logging out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]log out (en)