λογομαχήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λογομαχήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λογομαχώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογομαχώ
- θα λογομαχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογομαχώ