λογοφέρει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λογοφέρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λογοφέρνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογοφέρνω
  3. θα λογοφέρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογοφέρνω