λογοφέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λογοφέρνω
- διαπληκτίζομαι λεκτικά, μαλώνω (συνήθως στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογοφέρνω