μέσω τρίτου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέσω τρίτου < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

μέσω τρίτου

  • σύστημα πληρωμής όπου ο καταναλωτής εξασφαλίζει την έγκριση του ασφαλιστικού φορέα, πιστωτικού ιδρύματος η τριτεγγυητή για την κάλυψη των δαπανών και ο πωλητής υπηρεσιών φροντίζει να να εισπράξει από αυτόν τα έξοδα ασφαλισμένου. Είναι ο κανόνας στα δημοσια νοσοκομεία.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]