μί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μί ουδέτερο άκλιτο

  • το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (μ, κεφαλαίο: Μ) (καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]