μακελέψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μακελέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακελεύω
  2. θα μακελέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακελεύω