μακρόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακρόνι ουδέτερο

  • (σπάνιο) ορθογώνιος μακρόστενος ογκόλιθος. Χρησίμευε κυρίως ως δοκάρι στο χτίσιμο μεγαλιθικών κατασκευών.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]