Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαλάγρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλάγρα οι μαλάγρες
      γενική της μαλάγρας
    αιτιατική τη μαλάγρα τις μαλάγρες
     κλητική μαλάγρα μαλάγρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαλάγρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλάγρα θηλυκό

  • μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]