μαλαμοκαπνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μαλαμοκαπνίζω
- άλλη εκφορά του μαλαμ(ατ)οκαπνίζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλαμοκαπνίζω | μαλαμοκάπνιζα | θα μαλαμοκαπνίζω | να μαλαμοκαπνίζω | μαλαμοκαπνίζοντας | |
β' ενικ. | μαλαμοκαπνίζεις | μαλαμοκάπνιζες | θα μαλαμοκαπνίζεις | να μαλαμοκαπνίζεις | μαλαμοκάπνιζε | |
γ' ενικ. | μαλαμοκαπνίζει | μαλαμοκάπνιζε | θα μαλαμοκαπνίζει | να μαλαμοκαπνίζει | ||
α' πληθ. | μαλαμοκαπνίζουμε | μαλαμοκαπνίζαμε | θα μαλαμοκαπνίζουμε | να μαλαμοκαπνίζουμε | ||
β' πληθ. | μαλαμοκαπνίζετε | μαλαμοκαπνίζατε | θα μαλαμοκαπνίζετε | να μαλαμοκαπνίζετε | μαλαμοκαπνίζετε | |
γ' πληθ. | μαλαμοκαπνίζουν(ε) | μαλαμοκάπνιζαν μαλαμοκαπνίζαν(ε) |
θα μαλαμοκαπνίζουν(ε) | να μαλαμοκαπνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλαμοκάπνισα | θα μαλαμοκαπνίσω | να μαλαμοκαπνίσω | μαλαμοκαπνίσει | ||
β' ενικ. | μαλαμοκάπνισες | θα μαλαμοκαπνίσεις | να μαλαμοκαπνίσεις | μαλαμοκάπνισε | ||
γ' ενικ. | μαλαμοκάπνισε | θα μαλαμοκαπνίσει | να μαλαμοκαπνίσει | |||
α' πληθ. | μαλαμοκαπνίσαμε | θα μαλαμοκαπνίσουμε | να μαλαμοκαπνίσουμε | |||
β' πληθ. | μαλαμοκαπνίσατε | θα μαλαμοκαπνίσετε | να μαλαμοκαπνίσετε | μαλαμοκαπνίστε | ||
γ' πληθ. | μαλαμοκάπνισαν μαλαμοκαπνίσαν(ε) |
θα μαλαμοκαπνίσουν(ε) | να μαλαμοκαπνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαλαμοκαπνίσει | είχα μαλαμοκαπνίσει | θα έχω μαλαμοκαπνίσει | να έχω μαλαμοκαπνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαλαμοκαπνίσει | είχες μαλαμοκαπνίσει | θα έχεις μαλαμοκαπνίσει | να έχεις μαλαμοκαπνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαλαμοκαπνίσει | είχε μαλαμοκαπνίσει | θα έχει μαλαμοκαπνίσει | να έχει μαλαμοκαπνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλαμοκαπνίσει | είχαμε μαλαμοκαπνίσει | θα έχουμε μαλαμοκαπνίσει | να έχουμε μαλαμοκαπνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαλαμοκαπνίσει | είχατε μαλαμοκαπνίσει | θα έχετε μαλαμοκαπνίσει | να έχετε μαλαμοκαπνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλαμοκαπνίσει | είχαν μαλαμοκαπνίσει | θα έχουν μαλαμοκαπνίσει | να έχουν μαλαμοκαπνίσει |
|