μαλαματοκαπνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλαματοκαπνίζω < μεταγενέστερη μαλαματοκαπνίζω < μάλαμα ( (ελληνιστική κοινή)μάλαγμα+ καπνίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μαλαματοκαπνίζω, πρτ.: μαλαματοκάπνιζα, στ.μέλλ.: θα μαλαματοκαπνίσω, αόρ.: μαλαματοκάπνισα, παθ.φωνή: μαλαματοκαπνίζομαι, μτχ.π.π.: μαλαματοκαπνισμένος
- επιχρυσώνω, χρυσώνω με επεξεργασία που προϋποθέτει τη χρήση φωτιάς
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλαματοκαπνίζω | μαλαματοκάπνιζα | θα μαλαματοκαπνίζω | να μαλαματοκαπνίζω | μαλαματοκαπνίζοντας | |
β' ενικ. | μαλαματοκαπνίζεις | μαλαματοκάπνιζες | θα μαλαματοκαπνίζεις | να μαλαματοκαπνίζεις | μαλαματοκάπνιζε | |
γ' ενικ. | μαλαματοκαπνίζει | μαλαματοκάπνιζε | θα μαλαματοκαπνίζει | να μαλαματοκαπνίζει | ||
α' πληθ. | μαλαματοκαπνίζουμε | μαλαματοκαπνίζαμε | θα μαλαματοκαπνίζουμε | να μαλαματοκαπνίζουμε | ||
β' πληθ. | μαλαματοκαπνίζετε | μαλαματοκαπνίζατε | θα μαλαματοκαπνίζετε | να μαλαματοκαπνίζετε | μαλαματοκαπνίζετε | |
γ' πληθ. | μαλαματοκαπνίζουν(ε) | μαλαματοκάπνιζαν μαλαματοκαπνίζαν(ε) |
θα μαλαματοκαπνίζουν(ε) | να μαλαματοκαπνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλαματοκάπνισα | θα μαλαματοκαπνίσω | να μαλαματοκαπνίσω | μαλαματοκαπνίσει | ||
β' ενικ. | μαλαματοκάπνισες | θα μαλαματοκαπνίσεις | να μαλαματοκαπνίσεις | μαλαματοκάπνισε | ||
γ' ενικ. | μαλαματοκάπνισε | θα μαλαματοκαπνίσει | να μαλαματοκαπνίσει | |||
α' πληθ. | μαλαματοκαπνίσαμε | θα μαλαματοκαπνίσουμε | να μαλαματοκαπνίσουμε | |||
β' πληθ. | μαλαματοκαπνίσατε | θα μαλαματοκαπνίσετε | να μαλαματοκαπνίσετε | μαλαματοκαπνίστε | ||
γ' πληθ. | μαλαματοκάπνισαν μαλαματοκαπνίσαν(ε) |
θα μαλαματοκαπνίσουν(ε) | να μαλαματοκαπνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαλαματοκαπνίσει | είχα μαλαματοκαπνίσει | θα έχω μαλαματοκαπνίσει | να έχω μαλαματοκαπνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαλαματοκαπνίσει | είχες μαλαματοκαπνίσει | θα έχεις μαλαματοκαπνίσει | να έχεις μαλαματοκαπνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαλαματοκαπνίσει | είχε μαλαματοκαπνίσει | θα έχει μαλαματοκαπνίσει | να έχει μαλαματοκαπνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλαματοκαπνίσει | είχαμε μαλαματοκαπνίσει | θα έχουμε μαλαματοκαπνίσει | να έχουμε μαλαματοκαπνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαλαματοκαπνίσει | είχατε μαλαματοκαπνίσει | θα έχετε μαλαματοκαπνίσει | να έχετε μαλαματοκαπνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλαματοκαπνίσει | είχαν μαλαματοκαπνίσει | θα έχουν μαλαματοκαπνίσει | να έχουν μαλαματοκαπνίσει |
|