μαλαματοκαπνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλαματοκαπνίζω < μεταγενέστερη μαλαματοκαπνίζω < μάλαμα ( (ελληνιστική κοινή)μάλαγμα+ καπνίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαλαματοκαπνίζω, πρτ.: μαλαματοκάπνιζα, στ.μέλλ.: θα μαλαματοκαπνίσω, αόρ.: μαλαματοκάπνισα, παθ.φωνή: μαλαματοκαπνίζομαι, μτχ.π.π.: μαλαματοκαπνισμένος


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]