μασίφ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μασίφ άκλιτο
- συμπαγές υλικό στο οποίο αναφέρεται
- μασίφ αλυσίδα, (= αλυσίδα της οποίας οι κρίκοι δεν είναι κούφιοι, π.χ. καδένα πλοίου)
- μασίφ κάγκελο, (= συμπαγές κάγκελο)
- (γεωλογία) ορεινός όγκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μασίφ
|