μασίφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασίφ άκλιτο
- συμπαγές υλικό στο οποίο αναφέρεται
- μασίφ αλυσίδα, (= αλυσίδα της οποίας οι κρίκοι δεν είναι κούφιοι, π.χ. καδένα πλοίου)
- μασίφ κάγκελο, (= συμπαγές κάγκελο)
- (γεωλογία) ορεινός όγκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μασίφ
|