Μετάβαση στο περιεχόμενο

μασίφ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μασίφ < γαλλική massif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μασίφ άκλιτο

  1. συμπαγές υλικό στο οποίο αναφέρεται
    μασίφ αλυσίδα, (= αλυσίδα της οποίας οι κρίκοι δεν είναι κούφιοι, π.χ. καδένα πλοίου)
    μασίφ κάγκελο, (= συμπαγές κάγκελο)
  2. (γεωλογία) ορεινός όγκος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]