μασημένη τροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]μασημένη τροφή
- εργασία που έχει γίνει σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν έχει πια σχεδόν τίποτα άλλο να γίνει, υπερβολικά προετοιμασμένη
- ※ Ποτέ δεν είχα τη συγκέντρωση, την υπομονή και τη συστηματικότητα να μελετήσω ή να σκεφτώ με τον δικό μου πρωτότυπο και ανεξάρτητο τρόπο. Βολευόμουν μια χαρά με τη χαμηλής ποιότητας μασημένη τροφή (Μανώλης Ανδριωτάκης, Το δεξί χέρι, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, κεφ. 28)
- ※ Αυτή είναι η θετική πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει όμως και η αρνητική, οι στερεότυπες αντιλήψεις «διευκολύνουν» τους ανθρώπους να μην σκέφτονται. αποτελούν έτοιμη και μασημένη τροφή, που συνηθίζει τους ανθρώπους στην πνευματική νωθρότητα και οκνηρία (Απόσπασμα από Β. Φίλιας, Κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, στο ΛΥΚΕΙΟ Α & Β / Δοκίμια Εκθέσεων, Αργύρης Ματακιάς, εκδ. Πελεκάνος, 2015, σελ. 200 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μασημένη τροφή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τροφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας