μαστρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστρός < μαίομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστρός αρσενικό
- τίτλος αξιωματούχου με οικονομικές αρμοδιότητες
μαστρός αρσενικό