ματιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ματιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ματιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ματιάζω
- θα ματιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ματιάζω