μαυρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μαυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαυρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαυρίζω
  3. θα μαυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαυρίζω