μαχαιρώσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μαχαιρώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαχαιρώνω
- θα μαχαιρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαχαιρώνω