- μαχαιρώνω < μαχαίρι
παθητική φωνή μαχαιρώνομαι μετοχη παθητικου παρακειμένου μαχαιρωμένος
μαχαιρώνω
- → Λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) αυτής της λέξης.
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος) |
μαχαιρώσει
|
μετοχή (ενεστώτας) |
μαχαιρώνοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο |
ενικός |
πληθυντικός |
α' |
β' |
γ' |
α' |
β' |
γ' |
οριστική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
μονολεκτικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
μαχαιρώνω |
μαχαιρώνεις |
μαχαιρώνει |
μαχαιρώνο(υ)με |
μαχαιρώνετε |
μαχαιρώνουν(ε) |
παρατατικός |
μαχαίρωνα |
μαχαίρωνες |
μαχαίρωνε |
μαχαιρώναμε |
μαχαιρώνατε |
μαχαίρωναν, μαχαιρώναν(ε) |
αόριστος |
μαχαίρωσα |
μαχαίρωσες |
μαχαίρωσε |
μαχαιρώσαμε |
μαχαιρώσατε |
μαχαίρωσαν, μαχαιρώσαν(ε) |
περιφραστικοί
χρόνοι |
εξακολουθητικός
μέλλοντας |
θα μαχαιρώνω |
θα μαχαιρώνεις |
θα μαχαιρώνει |
θα μαχαιρώνο(υ)με |
θα μαχαιρώνετε |
θα μαχαιρώνουν(ε) |
στιγμιαίος
μέλλοντας |
θα μαχαιρώσω |
θα μαχαιρώσεις |
θα μαχαιρώσει |
θα μαχαιρώσο(υ)με |
θα μαχαιρώσετε |
θα μαχαιρώσουν(ε) |
παρακείμενος α' |
έχω μαχαιρώσει |
έχεις μαχαιρώσει |
έχει μαχαιρώσει |
έχο(υ)με μαχαιρώσει |
έχετε μαχαιρώσει |
έχουν(ε) μαχαιρώσει |
παρακείμενος β' |
|
|
|
|
|
|
υπερσυντέλικος α' |
είχα μαχαιρώσει |
είχες μαχαιρώσει |
είχε μαχαιρώσει |
είχαμε μαχαιρώσει |
είχατε μαχαιρώσει |
είχαν(ε) μαχαιρώσει |
υπερσυντέλικος β' |
|
|
|
|
|
|
συντελεσμένος
μέλλοντας α' |
θα έχω μαχαιρώσει |
θα έχεις μαχαιρώσει |
θα έχει μαχαιρώσει |
θα έχο(υ)με μαχαιρώσει |
θα έχετε μαχαιρώσει |
θα έχουν(ε) μαχαιρώσει |
συντελεσμένος
μέλλοντας β' |
|
|
|
|
|
|
υποτακτική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
περιφραστικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
να μαχαιρώνω |
να μαχαιρώνεις |
να μαχαιρώνει |
να μαχαιρώνο(υ)με |
να μαχαιρώνετε |
να μαχαιρώνουν(ε) |
αόριστος |
να μαχαιρώσω |
να μαχαιρώσεις |
να μαχαιρώσει |
να μαχαιρώσο(υ)με |
να μαχαιρώσετε |
να μαχαιρώσουν(ε) |
παρακείμενος α' |
να έχω μαχαιρώσει |
να έχεις μαχαιρώσει |
να έχει μαχαιρώσει |
να έχο(υ)με μαχαιρώσει |
να έχετε μαχαιρώσει |
να έχουν(ε) μαχαιρώσει |
παρακείμενος β' |
|
|
|
|
|
|
προστακτική |
- |
(εσύ) |
- |
- |
(εσείς) |
- |
μονολεκτικοί
χρόνοι |
ενεστώτας |
|
μαχαίρωνε |
|
|
μαχαιρώνετε |
|
αόριστος |
|
μαχαίρωσε |
|
|
μαχαιρώστε |
|
περιφραστικός
χρόνος |
παρακείμενος |
|
|
|
|
|
|
|