μαχαίρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαχαίρι | τα | μαχαίρια |
γενική | του | μαχαιριού | των | μαχαιριών |
αιτιατική | το | μαχαίρι | τα | μαχαίρια |
κλητική | μαχαίρι | μαχαίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαχαίρι < αρχαία ελληνική μαχαίριον, υποκοριστικό του μάχαιρα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαχαίρι ουδέτερο
- (κουζινικά) όργανο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα κοφτερή στη μία από τις δύο ακμές της, που χρησιμοποιείται για κόψιμο
- "Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο / ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι..." (Νίκος Καββαδίας)
- χειρουργικό εργαλείο, νυστέρι
- (συνεκδοχικά) η χειρουργική επέμβαση
- τον πάνε για μαχαίρι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω το μαχαίρι στο κόκκαλο
- κόβω μαχαίρι (κάτι ή κάποιον)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]και
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαχαίρι
|