μειμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μειμάς < μίμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μειμάς θηλυκό

  • θηλυκό του μίμος, γυναίκα που έπαιξε ρόλο μίμου στην αρχαία Ελλάδα

Εναλλακτική γραφή[επεξεργασία]