μεσολαβήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μεσολαβήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεσολαβώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεσολαβώ
  3. θα μεσολαβήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεσολαβώ