μεταβολίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

μεταβολίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταβολίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταβολίζω
  3. θα μεταβολίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταβολίζω