μεταβολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταβολίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metabolize < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω

μεταβολίζω (παθητική φωνή: μεταβολίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]