μεταβολίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταβολίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταβολίζω

μεταβολίζομαι, πρτ.: μεταβολιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταβολιστώ, αόρ.: μεταβολίστηκα, μτχ.π.π.: μεταβολισμένος

  1. υφίσταμαι μεταβολισμό
    οι περισσότερες τροφές μεταβολίζονται στο λεπτό έντερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]