μεταβολίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβολίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταβολίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταβολίζομαι, πρτ.: μεταβολιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταβολιστώ, αόρ.: μεταβολίστηκα, μτχ.π.π.: μεταβολισμένος
- υφίσταμαι μεταβολισμό
- οι περισσότερες τροφές μεταβολίζονται στο λεπτό έντερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβολίζομαι