μεταδημοτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταδημοτεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταδημοτεύω | μεταδημότευα | θα μεταδημοτεύω | να μεταδημοτεύω | μεταδημοτεύοντας | |
β' ενικ. | μεταδημοτεύεις | μεταδημότευες | θα μεταδημοτεύεις | να μεταδημοτεύεις | μεταδημότευε | |
γ' ενικ. | μεταδημοτεύει | μεταδημότευε | θα μεταδημοτεύει | να μεταδημοτεύει | ||
α' πληθ. | μεταδημοτεύουμε | μεταδημοτεύαμε | θα μεταδημοτεύουμε | να μεταδημοτεύουμε | ||
β' πληθ. | μεταδημοτεύετε | μεταδημοτεύατε | θα μεταδημοτεύετε | να μεταδημοτεύετε | μεταδημοτεύετε | |
γ' πληθ. | μεταδημοτεύουν(ε) | μεταδημότευαν μεταδημοτεύαν(ε) |
θα μεταδημοτεύουν(ε) | να μεταδημοτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταδημότευσα | θα μεταδημοτεύσω | να μεταδημοτεύσω | μεταδημοτεύσει | ||
β' ενικ. | μεταδημότευσες | θα μεταδημοτεύσεις | να μεταδημοτεύσεις | μεταδημότευσε | ||
γ' ενικ. | μεταδημότευσε | θα μεταδημοτεύσει | να μεταδημοτεύσει | |||
α' πληθ. | μεταδημοτεύσαμε | θα μεταδημοτεύσουμε | να μεταδημοτεύσουμε | |||
β' πληθ. | μεταδημοτεύσατε | θα μεταδημοτεύσετε | να μεταδημοτεύσετε | μεταδημοτεύστε | ||
γ' πληθ. | μεταδημότευσαν μεταδημοτεύσαν(ε) |
θα μεταδημοτεύσουν(ε) | να μεταδημοτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταδημοτεύσει | είχα μεταδημοτεύσει | θα έχω μεταδημοτεύσει | να έχω μεταδημοτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταδημοτεύσει | είχες μεταδημοτεύσει | θα έχεις μεταδημοτεύσει | να έχεις μεταδημοτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταδημοτεύσει | είχε μεταδημοτεύσει | θα έχει μεταδημοτεύσει | να έχει μεταδημοτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταδημοτεύσει | είχαμε μεταδημοτεύσει | θα έχουμε μεταδημοτεύσει | να έχουμε μεταδημοτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταδημοτεύσει | είχατε μεταδημοτεύσει | θα έχετε μεταδημοτεύσει | να έχετε μεταδημοτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταδημοτεύσει | είχαν μεταδημοτεύσει | θα έχουν μεταδημοτεύσει | να έχουν μεταδημοτεύσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδημοτεύω
|