μετατίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετατίθεμαι, παθητική φωνή του μεταθέτω < αρχαία ελληνική μετατίθεμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
μετατίθεμαι
- με μεταθέτουν
- παίρνω μετάθεση
- αναβάλλομαι χρονικά