μετεκπαιδευτείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μετεκπαιδευτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεκπαιδεύομαι
  2. θα μετεκπαιδευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεκπαιδεύομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μετεκπαιδεύομαι