μετοκλοπραμίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετοκλοπραμίδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετοκλοπραμίδη θηλυκό
- φαρμακευτική αντιεμετική ουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετοκλοπραμίδη