μετουσιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μετουσιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μετουσιώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετουσιώνομαι | μετουσιωνόμουν(α) | θα μετουσιώνομαι | να μετουσιώνομαι | ||
β' ενικ. | μετουσιώνεσαι | μετουσιωνόσουν(α) | θα μετουσιώνεσαι | να μετουσιώνεσαι | (μετουσιώνου) | |
γ' ενικ. | μετουσιώνεται | μετουσιωνόταν(ε) | θα μετουσιώνεται | να μετουσιώνεται | ||
α' πληθ. | μετουσιωνόμαστε | μετουσιωνόμαστε μετουσιωνόμασταν |
θα μετουσιωνόμαστε | να μετουσιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μετουσιώνεστε | μετουσιωνόσαστε μετουσιωνόσασταν |
θα μετουσιώνεστε | να μετουσιώνεστε | (μετουσιώνεστε) | |
γ' πληθ. | μετουσιώνονται | μετουσιώνονταν μετουσιωνόντουσαν |
θα μετουσιώνονται | να μετουσιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετουσιώθηκα | θα μετουσιωθώ | να μετουσιωθώ | μετουσιωθεί | ||
β' ενικ. | μετουσιώθηκες | θα μετουσιωθείς | να μετουσιωθείς | μετουσιώσου | ||
γ' ενικ. | μετουσιώθηκε | θα μετουσιωθεί | να μετουσιωθεί | |||
α' πληθ. | μετουσιωθήκαμε | θα μετουσιωθούμε | να μετουσιωθούμε | |||
β' πληθ. | μετουσιωθήκατε | θα μετουσιωθείτε | να μετουσιωθείτε | μετουσιωθείτε | ||
γ' πληθ. | μετουσιώθηκαν μετουσιωθήκαν(ε) |
θα μετουσιωθούν(ε) | να μετουσιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετουσιωθεί | είχα μετουσιωθεί | θα έχω μετουσιωθεί | να έχω μετουσιωθεί | μετουσιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μετουσιωθεί | είχες μετουσιωθεί | θα έχεις μετουσιωθεί | να έχεις μετουσιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετουσιωθεί | είχε μετουσιωθεί | θα έχει μετουσιωθεί | να έχει μετουσιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετουσιωθεί | είχαμε μετουσιωθεί | θα έχουμε μετουσιωθεί | να έχουμε μετουσιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετουσιωθεί | είχατε μετουσιωθεί | θα έχετε μετουσιωθεί | να έχετε μετουσιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετουσιωθεί | είχαν μετουσιωθεί | θα έχουν μετουσιωθεί | να έχουν μετουσιωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετουσιώνομαι
|