μηχανοργανώστε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μηχανοργανώστε
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
μηχανοργανώστε