μικιάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικιάρω < λείπει η ετυμολογία

μικιάρω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) στοχεύω, σημαδεύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]