μικιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικιάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μικιάρω
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) στοχεύω, σημαδεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικιάρω
|