μισοκακόμοιρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισοκακόμοιρα < μισοκακόμοιρος + -α, μισο- (μισός) + κακόμοιρα
Επίρρημα
[επεξεργασία]μισοκακόμοιρα
- με μισοκακόμοιρο τρόπο ή ύφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισοκακόμοιρα
|
|