μογκούλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μογκούλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μογκούλ
|
Δείτε επίσης : μογκούλ |
μογκούλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
|