μονονουχί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονονυχί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονονουχί < μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ]…

Επίρρημα[επεξεργασία]

μονονουχί μόνον που δεν, σχεδόν[1]

εκφράσεις[επεξεργασία]

  • «καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημόκριτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]