μουντζώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μουντζώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μουντζώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουντζώνω
  3. θα μουντζώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουντζώνω