μουντζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουντζώνω < μούντζ(α) + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /munˈd͡zo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουν‐τζώ‐νω

μουντζώνω

  1. δίνω μια μούντζα, κάνω σε κάποιον τη χειρονομία αυτή
  2. (μεταφορικά) δείχνω αδιαφορία για κάτι, εγκαταλείπω κάτι που μου φαίνεται άσκοπο
    ⮡  τα μούντζωσε όλα και την κοπάνησε για άγνωστη κατεύθυνση

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουντζώνω < λείπει η ετυμολογία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)