φασκελώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασκελώνω < μεσαιωνική ελληνική σφακελώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]φασκελώνω
- τεντώνω το χέρι μου προς κάποιον και του δείχνω την παλάμη μου ανοιχτή θέλοντας έτσι να τον προσβάλω ή να δείξω το θυμό μου ή άλλο αρνητικό συναίσθημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φασκελώνω | φασκέλωνα | θα φασκελώνω | να φασκελώνω | φασκελώνοντας | |
β' ενικ. | φασκελώνεις | φασκέλωνες | θα φασκελώνεις | να φασκελώνεις | φασκέλωνε | |
γ' ενικ. | φασκελώνει | φασκέλωνε | θα φασκελώνει | να φασκελώνει | ||
α' πληθ. | φασκελώνουμε | φασκελώναμε | θα φασκελώνουμε | να φασκελώνουμε | ||
β' πληθ. | φασκελώνετε | φασκελώνατε | θα φασκελώνετε | να φασκελώνετε | φασκελώνετε | |
γ' πληθ. | φασκελώνουν(ε) | φασκέλωναν φασκελώναν(ε) |
θα φασκελώνουν(ε) | να φασκελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φασκέλωσα | θα φασκελώσω | να φασκελώσω | φασκελώσει | ||
β' ενικ. | φασκέλωσες | θα φασκελώσεις | να φασκελώσεις | φασκέλωσε | ||
γ' ενικ. | φασκέλωσε | θα φασκελώσει | να φασκελώσει | |||
α' πληθ. | φασκελώσαμε | θα φασκελώσουμε | να φασκελώσουμε | |||
β' πληθ. | φασκελώσατε | θα φασκελώσετε | να φασκελώσετε | φασκελώστε | ||
γ' πληθ. | φασκέλωσαν φασκελώσαν(ε) |
θα φασκελώσουν(ε) | να φασκελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φασκελώσει | είχα φασκελώσει | θα έχω φασκελώσει | να έχω φασκελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φασκελώσει | είχες φασκελώσει | θα έχεις φασκελώσει | να έχεις φασκελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φασκελώσει | είχε φασκελώσει | θα έχει φασκελώσει | να έχει φασκελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φασκελώσει | είχαμε φασκελώσει | θα έχουμε φασκελώσει | να έχουμε φασκελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φασκελώσει | είχατε φασκελώσει | θα έχετε φασκελώσει | να έχετε φασκελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φασκελώσει | είχαν φασκελώσει | θα έχουν φασκελώσει | να έχουν φασκελώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασκελώνω
→ δείτε τη λέξη μουντζώνω |