φασκελώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φασκελώνω < μεσαιωνική ελληνική σφακελώνω

φασκελώνω

  • τεντώνω το χέρι μου προς κάποιον και του δείχνω την παλάμη μου ανοιχτή θέλοντας έτσι να τον προσβάλω ή να δείξω το θυμό μου ή άλλο αρνητικό συναίσθημα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]