μπίζνεσμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπίζνεσμαν < αγγλική businessman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπίζνεσμαν αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]