μπίλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπίλι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) ο λογαριασμός
- ↪ Μου ήρθε ένα μπίλι διακόσια δολάρια για το ηλεκτρικό.
- (ελληνοαμερικανικά) το τιμολόγιο
- ↪ Μόλις τελείωσε τη δουλειά, μου έδωσε και το μπίλι να πληρώσω την κομπανία.