μπίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπίλι < αγγλικά bill +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbi.li/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπίλι ουδέτερο

  1. (ελληνοαμερικανικά) ο λογαριασμός
    Μου ήρθε ένα μπίλι διακόσια δολάρια για το ηλεκτρικό.
  2. (ελληνοαμερικανικά) το τιμολόγιο
    Μόλις τελείωσε τη δουλειά, μου έδωσε και το μπίλι να πληρώσω την κομπανία.